- τρικεράτωψ
- ο, Ν(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος μεγάλων φυτοφάγων δεινοσαύρων, που ανήκει στην τάξη τών ορνιθισχίων και ανακαλύφθηκε σε αποθέσεις τού ανώτερου κρητιδικού στη Βόρεια Αμερική.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. triceratops < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + ceratops (< κέρας, -ατος + -ωψ [βλ. λ. όπωπα])].
Dictionary of Greek. 2013.