τρικεράτωψ

τρικεράτωψ
ο, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος μεγάλων φυτοφάγων δεινοσαύρων, που ανήκει στην τάξη τών ορνιθισχίων και ανακαλύφθηκε σε αποθέσεις τού ανώτερου κρητιδικού στη Βόρεια Αμερική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. triceratops < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + ceratops (< κέρας, -ατος + -ωψ [βλ. λ. όπωπα])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κερατοψίδες — (ceratopsidae). Οικογένεια δεινοσαύρων που έζησαν κατά το κρητιδικό. Τα χερσαία αυτά ερπετά ήταν φυτοφάγα, με 4 σχεδόν ίσια πόδια, ογκώδη κορμό, μήκους 6 8 μ., τεράστιο κεφάλι με ισχυρά κέρατα, κοντό λαιμό και επίσης κοντή ουρά. Τα κυριότερα γένη …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας — Το πολυβραβευμένο αυτό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας ιδρύθηκε το 1964 από τον Άγγελο Ν. Γουλανδρή, με στόχο την προώθηση των φυσικών επιστημών και την ευαισθητοποίηση του ανθρώπου στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Στεγάζεται σε ιδιόκτητο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”